- λιπόσκιος
- λιπόσκιος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει σκιά, ασκίαστος, φωτεινός, εμφανής2. αυτός που δεν ρίχνει σκιά, που δεν σκιάζει («λιπόσκια δένδρεα», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + σκιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπόσκιος — casting no shadow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπόσκιον — λιπόσκιος casting no shadow masc/fem acc sg λιπόσκιος casting no shadow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπόσκια — λιπόσκιος casting no shadow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek